- ἰνδικοπλάστης
- ἰνδικοπλάστης (-πλεύστης cod.),A dyer, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ινδικοπλάστης — ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α) χρωματιστής, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek